- ταχύρρυθμος
- -η, -οαυτός που γίνεται με γρήγορο και εντατικό ρυθμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταχύρρυθμος — η, ο, Ν αυτός που γίνεται με γρήγορο ρυθμό (α. «ταχύρρυθμα σεμινάρια» β. «ταχύρρυθμη ανάπτυξη»). επίρρ... ταχύρρυθμα Ν κατά τρόπο ταχύρρυθμο, με γρήγορο ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ρρυθμος (< ρυθμός / ῥυθμός), πρβλ. ιδιό ρρυθμος] … Dictionary of Greek
ταχυρρυθμία — η, Ν [ταχύρρυθμος] ιατρ. είδος αρρυθμίας που συνοδεύεται από ταχυπαλμία … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek